Πέλοπι

Πέλοπι
Πέλοψ
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλήξιππος — και δωρ. τ. πλάξιππος, ον, Α αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ. β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι τού πλήσσω* (πρβλ. πλήξις) + ίππος… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στις δυτικές πλαγιές του Υμηττού, στον οικισμό Καρέα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού. O χρόνος ίδρυσής του δεν είναι γνωστός. Η χρονολογία 1575, σε επιγραφή, ανάγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”